σαρίδι

σαρίδι
το мусор, сор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σαρίδι" в других словарях:

  • σαρίδι — το, Ν μικρό απόρριμμα ή άχρηστο αντικείμενο, σκουπίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρώνω + κατάλ. ίδι (πρβλ. σκουπ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • σαρίδι — το ιού, σκουπίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουπίδι — το, Ν 1. κάθε στερεός ρύπος που απομακρύνεται με τη σκούπα, απόρριμμα, ακαθαρσία, σαρίδι, αποσάρωμα 2. φρ. α) «κάνω κάποιον σκουπίδι» κατεξευτελίζω κάποιον β) «κάνω σκουπίδια» λερώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. ροκαν ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • φρόκαλο — το, Ν 1. σκουπίδι, σαρίδι 2. συνεκδ. σκούπα 3. φρ. «μέ έκανε φρόκαλο» μού φέρθηκε με προσβλητικό τρόπο, με ταπείνωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. φροκαλώ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»